- εὐερνεστέρα
- εὐερνεστέρᾱ , εὐερνήςsprouting wellfem nom/voc/acc comp dualεὐερνεστέρᾱ , εὐερνήςsprouting wellfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐερνέστερα — εὐερνής sprouting well neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐερνεστέραν — εὐερνεστέρᾱν , εὐερνής sprouting well fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευερνής — εὐερνής, ές (Α) 1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.) 3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος… … Dictionary of Greek